Γλωσσάρι όρων Γιόγκα


Γλωσσάρι όρων Γιόγκα

με αντιστοιχία στα Ελληνικά και εκφώνηση στα Σανσκριτικά/Μαραθικά/Μπιχάρι
γλωσσάρι όρων γιόγκα, προφορά, ελληνικά
υπό κατασκευή




Αναζήτηση όρων με Ctrl+F



τελευταία ενημέρωση: 9 Μαΐου 2015

Agamah/āgamāḥ (Άγκαμα): μαθαίνοντας από αξιόπιστες πηγές· μαρτυρία· δηλώσεις από τρίτους.[4][13]
Ahimsa (Αχίμσα):
Aklista (Ακλίστα): ανώδυνο· ευχάριστο· ανέμελο· ξέγνοιαστο· αμέριμνο· ανεμπόδιστο· ανενόχλητο· απρόσκοπτο· μη βεβαρημένο, (αντίθ.: klista)[4]
Ananta (Ανάντα):
Anubhava:
Anumana/anumāna (Ανουμάνα): εκείνο που προέρχεται από την διανόηση (manas)· όταν καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα.[4] η δεύτερη από τις pramanas, ή τα πέντε μέσα της γνώσης. Η συνεπαγωγή κατέχει κεντρική θέση στην ινδουιστική σχολή της λογικής (Nyaya).[8][13]
Anusasanam/anuśāsanam (Ανουσασανάμ): παρουσίαση· οδηγίες.[4][13]
Aparigraha (Απαριγκράχα):
Αsana (Άσανα/Ασάνα): Είναι η πειθαρχία του σώματος: κανόνες και στάσεις για να κρατήσουμε το σώμα ελεύθερο από ασθένειες και για τη διατήρηση της ζωτικής ενέργειας (prana) σε υψηλά επίπεδα. Οι σωστές στάσεις του σώματος είναι μια φυσική ενίσχυση του διαλογισμού, καθώς ελέγχουν τα άκρα και το νευρικό σύστημα και τα αποτρέπουν από το να παράγουν διαταραχές.[2]
Αshtanga/Aṣṭāṅga (Αστάνγκα):
Asteya (Αστέυα):
Atadrupa/atadrūpa [a+tad+rūpa] (Αταντρούπα): διαφορετική μορφή/σχήμα.[4][13]
Atha (Άτα):#[13]
Avasthanam/Avasthānam (Αβαστανάμ):#[13]
Avatar/Avatāra (Άβαταρ/Αβατάρ/Αβατάρα): η θεία ενσάρκωση ανώτερων όντων ή του Υπέρτατου Όντος (Θεού) στη Γη. Οι «κάθοδοι» αυτές του υπέρτατου όντος στον φυσικό κόσμο είναι επανειλημμένες και η μορφή μπορεί να είναι ανθρώπινη, ζώου ή και συνδυασμού των δύο.[3]
Bhakti (Μπάκτι):
Bhāṣya (Μπάσια):
Brahmacharya (Μπράματσάρια/Βράχματσάρια):
Citta/Chitta (Τσίτα): Είναι μία από τις 3 πλευρές του υπέρτατου, (sat-cit-ananda), είναι η θεμέλια ουσία και βάση μέσα από την οποία εμφανίζονται οι μορφές. Σημαίνει ατομική συνειδητότητα, νους. Προϊόν συνείδησης + ύλης. Σαν καθρέφτης που αντανακλά τη συλλογική συνειδητότητα στον ανθρώπινο νου. Η δημιουργημένη, εκδηλωμένη, ενεργητική συνειδητότητα, σε άμεση σχέση και επαφή με τον εκδηλωμένο κόσμο.[1] Οι συγκινήσεις· οι επιθυμίες· τα συναισθήματα.[12][13]
Darshana:
Dharana/dhāraṇā (Ντάρανα): Η πρακτική της συγκέντρωσης· το έκτο από τα οκτώ μέλη, στην Αστάνγκα Γιόγκα.[5]
Dhyana/dhyāna (Ντυάνα): διαλογισμός· ενιαία εστίαση του νου είτε σε μια μορφή, σκέψη ή ήχο.[5]
Drastuh/draṣṭuḥ (Ντράστουχ): Ο αυθεντικός· αληθινός· πραγματικός εαυτός. Η αρχή του βλέπειν.[4]
Guru: Με τον θρησκευτικό τίτλο Γκουρού ή Γκούρου που στη σανσκριτική σημαίνει «σεβαστός», αναφερόμαστε στον Πνευματικό Δάσκαλο του ινδουισμού, ένα πρόσωπο που πιστεύεται από τους οπαδούς της θρησκείας αυτής πως έχει φθάσει στην εσώτερη φώτιση ή έστω έχει προχωρήσει πολύ προς τον τελικό σκοπό. Έργο του Γκουρού είναι να μελετήσει προσεκτικά την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία των μαθητών του και να καθορίζει για τον καθένα από αυτούς, την κατάλληλη μέθοδο Προσήλωσης.[3][13]
Ishvara Krishna/Ishvarakrishna (Ισβάρα Κρίσνα/Ισβαρακρίσνα):
Ishvarapranidhana:
Itaratra (Ιταράτρα):#[13]
Jnana/jñāna  (Γκνιάνα)jñāna σημαίνει γνώση. Η ιδέα της jnana αφορά σε ένα γνωστικό γεγονός που αναγνωρίζεται όταν βιώνεται. Είναι γνώση αδιαχώριστη από την συνολική εμπειρία της πραγματικότητας, ειδικά μια απόλυτη ή θεία πραγματικότητα (Brahma), (αντίθ.: ajnana).[8][13][14]
Jnanam/jñānam (Γκνιάναμ): (βλέπε Jnana)
Kaivalya (Καϊβαλιά):
Klista (Κλίστα): επίπονο· επώδυνο· δυσβάσταχτο· δυσάρεστο· οχληρό· αντιπαθητικό, (αντίθ.: aklista)[4]
Kriya (Κρίγια):
Mahābhāṣya:
Maharishi/Maharshi (Μαχαρίσι):
Mahavira (Μαχαβίρα):
Maya (Μάυα ή Μάγια):
Mithya/mithyā (Μίτυα): ψευδές· παραπλανητικό· σε αντίθεση· κατά εσφαλμένο τρόπο· εκτός πραγματικότητας· άχρηστο (χωρίς καμία χρησιμότητα)· μάταια (επίρρ.)· ανώφελα (επίρρ.)[9][13][14]
Moksha (Μόκσα):
Nidra/nidrā (Νίντρα): ύπνος· βαθύς ύπνος[4][6][13]
Nirodhah/nirodhaḥ (Νιρόντχαχ): η εύρεση γαλήνης· ελέγχω· περιορίζω.[4][13]
Niyama (Νίγιαμα):
Om/Aum (Ομ):
Pada/pāda (Πάντα):
Panchatayyah/pañcatayyaḥ (Παντσαταϋάχ):#[13]
Patanjali/Patañjali (Πατάντζαλι):
Prama/pramā (Πραμά): ορθή κρίση· αυθεντική γνώση· υποδομή.[6]
Pramana/pramāṇa (Πραμάνα): απόδειξη· πειστήρια· ορθή αντίληψη· η κατάκτηση της ορθής γνώσης.[6] Διορατικότητα· ενόραση· διαισθητική ικανότητα· ακριβής αντίληψη· τα μέσα με τα οποία κάποιος αποκτά ακριβή και έγκυρη γνώση (pramā, pramiti) για τον κόσμο.[8][13]
Pramanani/pramāṇāni (Πραμανάνι): (βλέπε Pramana)
Pramiti (Πραμίτι): ορθή έννοια· ορθή αντίληψη· η γνώση που έχει αποκτηθεί ή έχει καθιερωθεί από την pramana.[9]
Pranayama/prāṇāyāma (Πραναγιάμα):
Pratistham/pratiṣṭham:#[13]
Pratyahara (Πρατυαχάρα):
Pratyaksha/pratyakṣa (Πρατυάκσα): εκείνο που είναι μπροστά στα μάτια μας· εκείνο που είναι άμεσα παρατηρούμενο ή αντιληπτό.[4] το πρώτο από τα πέντε μέσα της γνώσης, ή pramanas, που επιτρέπει σε ένα άτομο να έχει σωστή γνώση του κόσμου. Η Pratyaksha είναι δύο ειδών: άμεση αντίληψη (anubhava) και αντίληψη ως ενθύμηση (smriti).[8][13]
Purusha/puruṣa (Πουρουσά):#[14]
Raja/Rāja (Ράτζα):
Sadhaka/sādhaka (Σάντακα):
Samadhi/samādhi (Σαμάντι): Η κατάσταση Σαμάντι είναι η απόλυτη ένωση με το αντικείμενο του διαλογισμού. Δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ της πράξης του διαλογισμού και του αντικειμένου του διαλογισμού. Η κατάσταση Σαμάντι είναι δύο ειδών, με και χωρίς την υποστήριξη ενός αντικειμένου του διαλογισμού. Η ομοιογενοποιημένη συνειδητότητα όπου έχει καταργηθεί η τριαδική αντιληπτικότητα–υποκείμενο, διαδικασία και αντικείμενο.[2][1]
Samkhya/sāṃkhya (Σάμκυα):
Samkhya-karika/Sāṁkhyakārikā (Σάμκυα-Καρίκα):
Samyama (Σαμιάμα):
Sadhana/sādhanā (Σάντανα):
Santosha/santōṣḥ (Σαντόσα):
Sarupyam/sārūpyam (Σαρούπιαμ):#[13]
Satya (Σάτυα):
Shesha/Śeṣa (Σέσα):
Shanti/Śānti (Σάντι):#[14]
Shaucha/śauca:
Siddhi/siddhiḥ  (Σίντι): Τα σίντις (πληθυντικός) είναι η «τελειότητα», «επίτευξη», «πραγμάτωση», ή «επιτυχία». Ασυνήθιστες δυνάμεις του Άτμα (του Αυθεντικού Εαυτού), που αναπτύχθηκαν μέσω του συνεπούς διαλογισμού και των σκόπιμων, εξαντλητικών, συχνά στενόχωρων τάπας, ή η φυσική αφύπνιση με την πνευματική ωριμότητα και την πρακτική των σάντανα.[14][15]
Smritayah/smṛtayaḥ (Σμριτάυα): αναμνήσεις· μνήμη· ηθελημένη ενθύμηση· η μνήμη τους.[4][11][13]
Sutra (Σούτρα): είναι ένας αφορισμός ή μια συλλογή από αποφθέγματα, με τη μορφή ενός εγχειριδίου ή, γενικότερα, ένα κείμενο στον Ινδουισμό ή το Βουδισμό. Κυριολεκτικά σημαίνει ένα νήμα ή μια γραμμή που κρατά τα πράγματα μαζί και προέρχεται από την λεκτική ρίζα siv-, δηλαδή «να ράβω». Η λέξη "σούτρα" πολύ πιθανώς ήταν κυριολεκτική σε αυτά τα κείμενα, καθώς έχουν καταγραφεί σε βιβλία φτιαγμένα από φύλλα βαΐων ραμμένα με νήμα. Αυτό τα διακρίνει από τις παλαιότερες ιερές Βέδες, οι οποίες μέχρι πρόσφατα μόνο απομνημονευόταν και δεν παραδιδόταν ποτέ σε χαρτί.[2][14]
Svadhyaya/svādhyāya (Σβαντιάε): Προσωπική μελέτη· αυτοδιδασκαλία. Είναι επίσης μια ευρύτερη έννοια με πολλές σημασίες. Σε διάφορες σχολές του Ινδουισμού, svadhyaya είναι Νιγιάμα (τήρηση του ενάρετου) που υποδηλώνει την ενδοσκόπηση και «έρευνα του εαυτού» καθώς και την απαγγελία των Βεδών και άλλων ιερών βιβλίων.[2]
Svarupe/svarūpe (Σβαρούπε):#[13]
Tada/tadā (Ταντά):#[13]
Tapas (Τάπας): βαθύς διαλογισμός, η προσπάθεια για την επίτευξη της αυτοπραγμάτωσης, ορισμένες φορές μοναξιά, ερημιτισμός ή ασκητισμός.[2]
Vibhuti/vibhūti  (Βιμπούτι):#[14]
Vikalpa (Βικάλπ): φαντασία· ψευδαίσθηση· διανοητικό μόρφωμα· αμφιβολία· εναλλακτική λύση· διαφορά, διάκριση, αντίθεση· αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα, δισταγμός· επιλογή.[6][13][14]
Viparyaya (Βιπάρυαγια/Βιπάριαϋα): σφάλμα· εσφαλμένη αντίληψη· λάθος ή παρανόηση· ανεστραμμένο, ανάποδο· αλλαγή (σκοπού)· απουσία ή μη ύπαρξη· απώλεια (της συνείδησης)· πλήρης καταστροφή ή αφανισμός· ανταλλαγή· καταπάτηση· συμφορά, ατυχία ή δυσμενής μοίρα· εχθρότητα, διαστροφή, εναντίωση ή η καταστροφή του κόσμου.[7][13]
Viparyayo (Βιπάρυαγιο/Βιπάριαϋο): (βλέπε Viparyaya)
Vishnu/Viṣṇu  (Βίσνου):#[14]
Vritti/vṛtti (Βρίτι): οι διακυμάνσεις του νου· οι κυματισμοί των σκέψεων· νοητική δίνη· έλλειψη διαύγειας[4][13][14]
Vyasa/Vyāsa (Βυάσα):#[14]
Yama (Γιάμα):
Yoga/Yōga (Γιόγκα): Με το όνομα Γιόγκα νοείται ένα από τα έξι συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας. Πρεσβεύει την ένωση της ψυχής με τον Θεό, μέσω συγκεκριμένων μεθόδων, κύρια του διαλογισμού. Η σανσκριτική λέξη γιόγκα έχει διάφορες ερμηνείες και προέρχεται από την σανσκριτική ρίζα yuj που σημαίνει ελέγχω, δεσμεύω, ενώνω. Έτσι λοιπόν γιόγκα (Yoga) σημαίνει συνένωση, συνύπαρξη, ένωση. Αυτός που εξασκείται πάνω στη γιόγκα ονομάζεται Γιόγκι (Yogi) ή Γιογκίνι (Yogini) (για τη γυναίκα).[3][14]
ετικέτες: όροι, ορισμός, λήμμα, γλωσσάρι, ορολογία, λεξικό, εκφώνηση, Σανσκριτικά

_______
Παραπομπές
1. Λήδα Shantala
2. wikipedia
3. βικιπαίδεια
4. ashtanfayoga.info
5. yoga glossary
6. Sanskrit-English dictionary
7. The practical Sanskrit-English dictionary
8. Britannica
9. Advaita Vision, Sanskrit dictionary
10. Sanskrit dictionary
11. Wisdom Library
12. Hindu website
13. yoga sutra study
14. Forvo
15. वेद Veda
16.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου